μικροκλέπτης

μικροκλέπτης
μικρο-κλέπτης, ου, ,
A petty thief, Sch.Ar.V.962.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μικροκλέπται — μικροκλέπτης petty thief masc nom/voc pl μικροκλέπτᾱͅ , μικροκλέπτης petty thief masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικροκλέπτας — μικροκλέπτᾱς , μικροκλέπτης petty thief masc acc pl μικροκλέπτᾱς , μικροκλέπτης petty thief masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

  • μικροκλέφτης — ο, θηλ. μικροκλέφτρα (Α μικροκλέπτης) ο κλέφτης μικρών, ευτελών και μηδαμινών πραγμάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”